Τετάρτη, Αυγούστου 06, 2008

Ο ανιστόρητος σχολιασμός των αρχιτεκτονικών έργων ως εργαλείο συναλλαγής : Το παράδειγμα της ΟΑΣΗΣ.


Η δεύτερη εκδοχή της ιδιωτικής διαχείρισης της ΟΑΣΗΣ πέρασε αφήνοντας τον οικοδομικό κάνναβο και το κέλυφος του διατηρητέου κτιρίου να χάσκουν, πίσω από κυβικά τσιμέντου και πολλούς από εμάς να μιλάμε για ανοσιούργημα όταν περνάμε από μπροστά του.
Το δημοτικό αναψυκτήριο ‘’ ΟΑΣΗ ΄΄, έργο του Άρη Κωνσταντινίδη του 1971, εντοπίζεται στην άκρη του πλατώματος της πλατείας Πύρρου, στο μέσο ενός πευκόφυτου τμήματος. Είναι ισόγειο, με υπόγειο που εμφανίζεται ως όροφος λόγω υψομετρικής διαφοράς, στον από την πίσω όψη του κτιρίου διανοιγμένο δρόμο.
Είναι πλασμένο στο ύφος του δημιουργού του ως ενιαίος, ελεύθερος προς διάπλαση χώρος, με επαναλαμβανόμενο σε ίσα διαστήματα εμφανή οικοδομικό κάνναβο δοκών και υποστυλωμάτων, ( μουσικότητα το ονόμαζε ο Κωνσταντινίδης ), μεγάλα συρόμενα ανοίγματα που προσδίνουν συνέχεια του εσωτερικού χώρου προς τους ημιυπαίθριους ( υπόστεγα ) και τον υπαίθριο και μοναδική διαμπερότητα, ώστε από τον δρόμο και τον περιβάλλοντα χώρο, να βλέπεις τη λίμνη.Γι’ αυτό ακριβώς το ύφος ο Κωνσταντινίδης πέρασε στην ιστορία.
Το αναψυκτήριο κατασκευάστηκε από εμφανές σκυρόδεμα και λιθοδομή και διατηρεί τυπολογική συγγένεια με το Αρχαιολογικό Μουσείου Ιωαννίνων, έργο του ιδίου της διετίας ‘65-‘66.

Για μια εικοσαετία στέγασε καημούς χαρές και πόθους μαθητών, συνταξιούχων, εργένηδων, οικογενειών, φοιτητών, χορούς και γλέντια των ανθρώπων της μέρας και της νύχτας, στημένο όπως ο αρχιτέκτονας το άφησε, άντε με μικρές παραλλαγές στο εσωτερικό του, πράγμα που το συνδέει με τον χρόνο μας, τη μνήμη μας και το καθιστά σημείο αναφοράς για τους περισσότερους.

Το ’92-‘93 έγινε η πρώτη εκχώρηση άνευ όρων της ΟΑΣΗΣ σε ιδιώτη επιχειρηματία, πού πραγματοποίησε προσθήκες στο κτίριο και κακόγουστες, άσχετες και φτηνιάρες επεμβάσεις στον περιβάλλοντα χώρο.
Το 2002 ξεκινά το παζάρεμα της εκχώρησης σε νέο « επενδυτή », με προτάσεις και αλλεπάλληλες μελέτες προσθηκών τετραγωνικών μέτρων καθ’ ύψος και κατ’ έκταση, για περισσότερη εκμετάλλευση – κέρδος για τον ιδιώτη.
Με αγώνα και παρεμβάσεις προς την κεντρική εξουσία, κηρύσσεται μεν διατηρητέο το κτίριο τον Οκτώβριο του 2003, όχι όμως και ο περιβάλλων του χώρος. Εκεί στήνεται ένα τσιμεντένιο πατάρι που καταλαμβάνει όλη του την έκταση, μόνο και μόνο για να τοποθετηθούν και να φαίνονται χονδροειδή καθίσματα ύφους Life - Style.
Το τσιμεντένιο πατάρι πού έγινε με την έγκριση της 6ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων και τη σύμφωνη γνώμη της Δημοτικής Αρχής, άχρηστο πια και βεβαίως από την ώρα που υψώθηκε, τεχνολογικά ξεπερασμένο, αντιοικονομικό τόσο για να κατασκευασθεί, όσο και για να ξηλωθεί, αντιπεριβαλλοντικό , κακότεχνο, αντιαισθητικό και αλαζονικό, αφού έγινε για να ταπεινώσει το κτίριο και τους ανθρώπους οι οποίοι ποτέ δεν το επέλεξαν ποτέ δεν το τίμησαν. Αυτό το τσιμεντένιο πατάρι της ΟΑΣΗΣ, είναι το δώρο ενός καθυστερημένου καπιταλισμού και η συμβολή των αυτοδιοικούντων στη βεβήλωση ενός αρχιτεκτονικού αναγνωρισμένου έργου, που ευκόλως και συνεχώς για λόγους επικοινωνιακούς, η Δημοτική Αρχή διατείνεται ότι «ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του το ανεγνώριζε». Τώρα πώς ένα έργο πού ομοιάζει τυπολογικά και μορφολογικά με πολλά άλλα έργα του δημιουργού του δεν είναι αποδεκτό από εκείνον, ο Κωνσταντινίδης δεν ζει για να το απαντήσει, είναι προφανές όμως ότι πρόκειται για παραδοξολογία και ανιστόρητο σχολιασμό, χωρίς κόστος για τους κρίνοντες.

Η ελαφρότητα στην κρίση και τον δημόσιο σχολιασμό, των υφολογικά « μοντέρνων » επωνύμων κτιρίων της πόλης μας, ως άσχημα, παράταιρα, φτωχά, ψυχρά «χουντικά» και ούτω καθ’ εξής, καταδεικνύει τη σχέση των διαχειριστών των δημοτικών πραγμάτων αλλά και μερίδας των ΜΜΕ, με την αρχιτεκτονική παιδεία και τον σεβασμό στο έργο των δημιουργών. Τη σχέση με την παράδοση, την φροντίδα και την προστασία της. Γιατί τα Γιάννενα, ευτύχησαν να έχουν δείγματα του μοντέρνου ύφους της Ελληνικής αρχιτεκτονικής, που συνιστούν και αυτά παράδοση και μάλιστα παγκοσμίως αναγνωρισμένη.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο και την ΟΑΣΗ του Κωνσταντινίδη, το κτίριο της «Τράπεζας Ελλάδος» της Τζάκου το Ξενία του Βώκου.
Και βέβαια η προτίμηση των πολιτών και κατ’ επέκταση των διοικούντων για τα αρχιτεκτονικά και εν γένει αισθητικά πρότυπα είναι επιλεκτική .
Από αυτό το σημείο όμως, ως το σημείο να επιλέγεις πια παράδοση θα απαξιώσεις πρακτικά και θα διαβάλεις λεκτικά, βάσει των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων των ιδιωτών επενδυτών που έχεις επιλέξει να προικίσεις με αρχιτεκτονικά έργα, είναι πολιτική επιλογή και σαφώς επιβεβλημένη αισθητική προτίμηση. Έτσι η επιστράτευση σχολίων δίκην αρχιτεκτονικής κριτικής είναι χρησιμοθηρική καθώς γίνεται με την πρόθεση να συσκοτισθεί η αρχιτεκτονική αξία των κρινόμενων έργων, επειδή δεν ευνοεί τις περιστασιακές επιδιώξεις των κρινόντων και τα συμφέροντα της ομάδας που εκπροσωπούν. Συνιστά δε ασέβεια στο έργο δημιουργών, υποτίμηση της παράδοσης και των πολιτών, όχι μόνο όσων γνωρίζουν και ενδιαφέρονται, αλλά όλων όσων ζουν και έξω από τα σπίτια, τους ταξιδεύουν , βλέπουν, σκέφτονται, κρίνουν και πράττουν.
Η προαναφερθείσα, αποκρουστικά μεροληπτική και χυδαία διαχείριση του αστικού ανθρωπογένους περιβάλλοντος, είναι ιδεολογικά προσαρμοσμένη όχι σε θρησκευτικούς λόγους, ( ανατίναξη Βούδα από τους Ταλιμπάν ) αλλά στην αρχή και τους μηχανισμούς εμπορευματοποίησης ( απαξίωση, χλεύη, βιασμός, καταστροφή ) του χώρου και των ανθρώπινων έργων, θύμα της οποίας υπήρξε η ΟΑΣΗ και ο δημιουργός της.

Το τσιμέντο, η πέτρα, ο χαλκός, το ξύλο, το μάρμαρο, το ύψος, το βάθος, τα τυφλά τμήματα, τα ανοίγματα, η στέγαση, οι προεξοχές, οι εσοχές, οι εξώστες, τα προστεγάσματα δεν είναι από μόνα τους όμορφα ή άσχημα καλά ή κακά παραδοσιακά ή μη. Είναι το συνθετικό σύνολο που όταν προκύπτει συνεπές με την ιδέα που φέρει, τις ανάγκες που στεγάζει, τη θετική του σχέση με τον χώρο και τους ανθρώπους, την αντοχή στον χρόνο, συνιστά πρότυπο, σχολή, στυλ και αναγορεύει τον δημιουργό σε « master – maitre ». Όλα τα άλλα έργα είναι φτηνές απομιμήσεις, και τα λόγια, ασχολίαστες βλακείες.
Το δημοτικό αναψυκτήριο οφείλει να μας παραδοθεί όπως ακριβώς το έχτισε ο δημιουργός του υπηρετώντας την ιδέα της « ασκητικής ζωής» ( όπως το σύνολο του έργου του Κωνσταντινίδη ) την λειτουργία για την οποία σχεδιάστηκε και τον δημόσιο χαρακτήρα του.
Δεν χρειαζόμαστε αισθητική επιχειρηματολογία για να αντιληφθούμε ότι περιττεύουν τα τσιμεντένια πατάρια, τα χονδροειδή καθίσματα και κάθε είδους φτιασίδι που τοποθετείται δίπλα σε ένα τέτοιο έργο, για να εξυπηρετεί το όφελος του κάθε ιδιώτη.
Η περιπέτεια της ΟΑΣΗΣ αναδεικνύει ένα ακόμη ζήτημα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων που ασκήθηκε από τις Δημοτικές Αρχές. Αυτό της κακοποίησης της δημόσιας αρχιτεκτονικής του χθες από την ιδιωτική μεταχείριση. Σε συνδυασμό με την έκπτωση της δημόσιας αρχιτεκτονικής του σήμερα έτσι όπως εκτελείται από ιδιώτες (πλατεία), συνιστά πρωτίστως λόγο πολιτικής διαμαρτυρίας και συλλογικής εκδήλωσής της και δευτερευόντως λόγο αισθητικής δυσανεξίας.

ΑΛΕΞ Κ. ΜΠΕΓΚΑ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
ΜΕΛΟΣ Α.Κ.Ο.Α.